- θηκόδους
- ο1. αυτός που έχει τα δόντια χωμένα μέσα σε ιδιαίτερο κοίλωμα τού σιαγονικού οστού, στο φατνίο2. το δόντι που βρίσκεται μέσα στο φατνίο3. στον πληθ. οι θηκόδοντεςη οδοντοστοιχία που αποτελείται από τέτοια δόντια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thecodont < theco- (πρβλ. θήκο- < θήκη) + -odont (πρβλ. οδούς, οδόντος)].
Dictionary of Greek. 2013.